-
1 τρικυμία
τρῐ-κῡμία, ἡ,A group of three waves,τὸ μέγιστον [κῦμα] τῆς τ. Pl.R. 472a
;ἑτέραν περιμει-ναι χἀτέραν τ. Men.536.8
: then, a mighty wave or swell, E.Hipp. 1213, Tr.83 (pl.), Id.ap Satyr. Vit.Eur.Fr.38 iii 14, Com.Adesp. in PSI10.1176.11: metaph.κακῶν τ. A.Pr. 1015
;σῶσαι ἐκ τῆς τ. τοῦ λόγου Pl.Euthd. 293a
;ἐν ἁπάσαις τ. τῆς τύχης Luc.Dem.Enc.33
;αἱ τῶν βασάνων τ. LXX4 Ma.7.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρικυμία
-
2 χειμών
A winter,χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549
; in winter,21.283
;ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42
, A.Ag. 969, X.Mem.4.3.8;ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17
;χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137
; also in winter-time,X.
Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χ. μέσου in mid-winter, Ar.Fr.569.1;τοῦ χ.
in the course of the winter,Th.
7.31;τοῦ αὐτοῦ χ. Id.8.30
; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χ., Pl. Ti. 74c, X.HG3.2.9; during winter,S.
OT 1138 (v.l. χειμῶνι) ; τὸν χ. during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1;τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9
;τὸν χ. ὅλον Ar.Fr. 345
;ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος X.Cyr.8.6.22
; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl.,νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj. 671
; opp. καύματα, Pl.Lg. 829b;ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt. 280e
.II wintry, stormy weather: generally, storm, ;οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566
;ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522
; , cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.;Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39
;θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers. 496
, cf. Ag. 649, 656, S.Aj. 1145, etc.;χ. ὀρνιθίας Ar.Ach. 876
;χ. κατερράγη Hdt.1.87
;ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188
, cf. Pl.Prt. 344d;ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34
, Th.4.6; ; χ. νοτερός a storm of rain, Th.3.21;ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14
: pl., ὑπὸ τῶν χ. because of the winter-storms, Hdt.4.62; , cf. 919a.2 metaph., θεόσσυτος χ. storm of calamity sent by the gods, A.Pr. 643; χ. καὶ κακῶν τρικυμία ib. 1015, cf. Ch. 202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς.. ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ.. χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj. 207 (anap.); χ. γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person,χ. ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7
, cf. 46.4;χ. κατ' οἴκους.. κακὴ γυνή Men.Mon. 540
: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χ. τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12. -
3 ἄφυκτος
A not to be shunned,δῶρα θεῶν Sol.13.64
; from which none escape,θάνατος Simon.39.3
; χείρ, γυιοπέδαι, Pi.I.8(7).65, P.2.41; ; κακῶν τρικυμία ib. 1016; ἄ. κύνες, of the Erinyes, S.El. 1388; of an arrow, unerring, Id.Ph. 105, Tr. 265, E.Med. 634 (lyr.);λαβή Nicoch.3D.
; of a question, admitting no escape, inevitable, Pl.Tht. 165b;λόγος Aeschin.3.17
;ἄφυκτα ἐρωτᾶν Pl.Euthd. 276e
;λόγοι ἄ. Ar.Eq. 757
: [comp] Comp.- ότερος Hp.
Acut.(Sp.) 10. Adv.- τως Lyc.493
, etc.II [voice] Act., unable to escape,μέσον λαβὼν ἄ. Ar.Nu. 1047
; dub.l. in A.Supp. 784 (lyr.). Adv. : [comp] Comp.ἀφυκτοτέρως ἂν διακέοιντο Aen.Tact.16.12
.—In codd. freq. written ἄφευκτος, Philem.115.4, Plu.Lys.29;ἄφευκτος ἀνάγκη IG14.803
([place name] Naples).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄφυκτος
-
4 ἔπειμι
A sum) inf. ἐπεῖναι: [dialect] Ep. [tense] impf.ἔπεσαν Od.2.344
: [tense] fut. ἐπέσομαι, [dialect] Ep. and Lyr. -έσσομαι, 4.756, Pi.O.13.99:—to be upon, c. dat. loci,κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il.2.259
;σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ A. Th. 591
; in Prose mostly with Prep.,ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐ. Hdt. 8.118
;ἐπὶ [τῷ ποταμῷ] πύλαι ἔπεισι Id.5.52
, cf. 7.176;ἐπὶ ταῖς οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν X.An.4.4.2
: abs.,κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν Od.21.7
, cf. 2.344, Il.5.127, A.Ag. 547, etc.2 to be upon, be set upon, of names,οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέϊ Hdt.6.53
; soψεύδεσι σεμνὸν ἔπεστί τι Pi.N.7.23
;τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔ. ἄνθος Ar.Nu. 1025
; to be attached,μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacreont.58.3
; ; esp. of rewards and penalties, ποινά, κέρδος ἐπέσται, A.Eu. 543 (lyr.), Ar.Av. 597;ἔπεστι νέμεσις S.El. 1467
; , cf. Pl.Lg. 943d: abs., Ταραντίνων οὐκ ἐπῆν ἀριθμός no count was taken, no number was attached, Hdt.7.170, cf. 191; to be at hand, be present,τίς τέρψις ἐπέσται; S.Aj. 1216
(lyr.);αἰσχύνη X.Cyr.6.2.33
;πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον, ἢν ὕδωρ ἐπῇ Cratin.273
(s.v.l.); τὰ ἐπόντα accidents or characteristics, opp. τὸ ὑποκείμενον, Plot.2.4.10.II of Time, to be hereafter, remain,ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται Od.4.756
; to be at hand,οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν Hes.Op. 114
; ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι generations to come, Orac. ap. Hdt.6.77, Epigr. ap. Aeschin. 3.184; ἐπεσσόμενοι alone, Theoc.12.11.III to be set over,τισί Hdt.7.96
, 8.71;ἔπεστί σφι δεσπότης νόμος Id.7.104
;τίς δὲ ποιμάνωρ ἔ.; A.Pers. 241
(troch.), cf. 555 (lyr.).IV to be added, be over and above, of numbers,χιλιάδες ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά Hdt.7.184
, cf. 185; ἐπόντων τεσσάρων plus four, Arr.Tact.10.8; τὰ ἐπεσόμενα τούτοις (sc. προβάτοις) Arch.Pap.1.64 (ii B.C.).------------------------------------A ibo) inf. ἐπιέναι, serving in [dialect] Att. as [tense] fut. of ἐπέρχομαι: [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] impf.ἐπήϊεν Il.17.741
; [ per.] 3pl.ἐπήϊσαν Od.11.233
,ἐπῇσαν 19.445
; [dialect] Att. ἐπῇα, [ per.] 3pl. ἐπῇσαν: ἐπιείσομαι, -εισαμένη (qq. v.) belong to a different word:1 of persons, come upon, approach, Od. 16.42, etc.b mostly in hostile sense, come against, attack, c. dat., Il. 13.482, etc.;τῷ λόφῳ ἐ. Th.4.129
; in Prose also with Preps., ἐ. ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας, Hdt.7.157, Th.1.86 (v.l. πρός), etc.;πρὸς τὸ τεῖχος Id.7.4
: abs.,Αἰνείαν ἐπιόντα Il.13.477
, cf. 5.238;ἐπάγοντες ἐπῇσαν Od.19.445
; οἱ ἐπιόντες the invaders, assailants, Hdt.4.11, etc.; by assault,D.
1.21; but ὁ ἐπιών in Trag., = ὁ τυχών, the first comer, , cf. OC 752.c get on the βῆμα to speak, v.l. for παριέναι in Th.1.72; come on, of performers, dub. l. in X.An.6.1.11.2 of events, come upon or over one, overtake, c. acc.,πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29
(butἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα Pi.I.7(6).41
); : c. dat., come near,ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν Il.17.741
; δεινῶν ἐπιόντων πᾶσι Ἕλλησι threatening them, Hdt.7.145: abs.,χειμὼν ἐπιών Hes.Op. 675
; , cf. X.Mem.4.3.14, An.5.7.12; τὸ ἐπιόν the (madness) which threatens me, Pl.Phdr. 238d.b c. dat. pers., come into one's head, occur to one, εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ λέγειν if it so much as occurred to him to say.., Id.R. 388d, cf. 558a;ὅ τι ἂν ἀπὸ ταὐτομάτου ἐπίῃ μοι X.Mem.4.2.4
;ἂν.. ὑμῖν ἐπίῃ σκοπεῖν D.21.185
: abs., what occurs to one,Pl.
Phdr. 264b.II of Time, come on or after: mostly in part. ἐπιών, οῦσα, όν, following, succeeding, instant, ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα the coming day, Hdt.3.85, Ar.Ec. 105, Pl.Cri. 44a;ἡ 'πιοῦσα λαμπὰς θεοῦ E.Med. 352
; ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Plb.2.25.11, LXXPr.27.1, Act.Ap.16.11;τῆς ἐ. νυκτός Pl.Cri. 46a
;τῇ ἐ. νυκτί Act.Ap.23.11
;ὁ ἐ. βίοτος E.Or. 1659
;τοῦ ἐ. χρόνου Pl.Lg. 769c
;ἐν τῷ ἐ. χρόνῳ X.Cyr. 2.1.23
;ἡ ἐ. ὥρα τοῦ ἔτους D.8.18
;εἰς τὴν ἐ. ἐκκλησίαν Id.21.162
, IG 22.717.16;εἰς τὴν ἐ. Πυλαίαν D.18.151
; τοὐπιόν the future, E.Fr.1073.6;τῆς ἐ. ἐλπίδος Ar.Th. 870
;περὶ τῶν ἐπιόντων D.Ep.4.3
; τῶν ἐ. ἕνεκα because of the consequences, Id.19.258.2 generally, come after, succeed,κύματα.. βάντ' ἐπιόντα τε S.Tr. 115
(lyr.); ὁ ἐπιών the successor, Id.OC 1532; ; τὰ ἐπιόντα the words which follow, Id.Prt. 344a, cf. Sph. 257c.3 rarely, pass, elapse,ἐπιόντος τοῦ χρόνου Id.Ti. 44b
.III go over a space, traverse, visit,ἀγρόν Od.23.359
;χώρους Hdt.5.74
; of an officer,ἐ. πύλας E.Ph. 1164
;τὸ στράτευμα Th.7.78
, etc.2 go over, i.e. count over,φώκας.. ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν Od.4.411
; think over,τῇ μνήμῃ ἕκαστα Luc.Herm.1
; read, Hld.2.6.
См. также в других словарях:
τρικυμία — η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα νεοελλ. μτφ. 1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ εκείνη την τρικυμιά, που μ άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.) 2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα») αρχ. 1. πολύ… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek